-
1 обжечь
обожгу, обожжшь, обожгут, παρλθ. χρ. обжг, обожгла, обожгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обожженный, βρ: -жжён, -жжена, -жженоρ.σ.μ.1. περικαίω•обжечь конец палки περικαίω την άκρη του πάσσαλου.
2. προξενώ εγκαύματα στο δέρμα. || μτφ. φλογίζω, εμψυχώνω.3. καίω, ψήνω•обжечь кирпич ψήνω τούβλα•
обжечь известь καίω ασβέστη.
1. καίγομαι, παθαίνω εγκαύματα.2. μτφ. την παθαίνω.εκφρ.обжгшись на молоке будешь дуть и на воду – κάηκε η γριά στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι.